- πνευμάτωσις
- πνευμᾰτ-ωσις, εως, ἡ,A evaporation,
τοῦ ὑγροῦ Id.Resp.480a15
.II inflation,στομάχου Dsc.1.8
, cf. Gal. 7.67; f.l. for ἐμπν-, Placit.5.8.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοῦ ὑγροῦ Id.Resp.480a15
.στομάχου Dsc.1.8
, cf. Gal. 7.67; f.l. for ἐμπν-, Placit.5.8.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πνευμάτωσις — evaporation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματώσει — πνευμάτωσις evaporation fem nom/voc/acc dual (attic epic) πνευματώσεϊ , πνευμάτωσις evaporation fem dat sg (epic) πνευμάτωσις evaporation fem dat sg (attic ionic) πνευματόω turn into vapour aor subj act 3rd sg (epic) πνευματόω turn into vapour… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματώσεις — πνευμάτωσις evaporation fem nom/voc pl (attic epic) πνευμάτωσις evaporation fem nom/acc pl (attic) πνευματόω turn into vapour aor subj act 2nd sg (epic) πνευματόω turn into vapour fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματώσεσι — πνευμάτωσις evaporation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματώσεσιν — πνευμάτωσις evaporation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευμάτωσιν — πνευμάτωσις evaporation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευμάτωση — η / πνευμάτωσις, ώσεως, ΝΜΑ ιατρ. παθολογική κατάσταση που προκαλείται από την άθροιση αέρα ή αερίων στις φυσικές κοιλότητες, στα ὁργανα ή στους ιστούς τού σώματος (νεοεολλ.) φρ. «κυστική πνευμάτωση τού μεσεντερίου» αλλοίωση που χαρακτηρίζεται… … Dictionary of Greek
πνευματώσεων — πνευματώσεω̆ν , πνευμάτωσις evaporation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματώσεως — πνευματώσεω̆ς , πνευμάτωσις evaporation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)